- Ευρασία
- Ονομασία, κατά την υπόθεση του Βέγκενερ (βλ. λ.), του αρχικά ενιαίου τμήματος της ξηράς που αποτελούσε τις ηπείρους του βορείου ημισφαιρίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορτύκι — (coturnix coturnix). Πουλί της οικογένειας των φασιανιδών, της τάξης των ορνιθόμορφων. To o. έχει συνολικό μήκος περίπου 20 εκ.· το φτέρωμα, που έχει αισθητά διάφορο χρωματισμό στα δύο φύλα, παρουσιάζει πλήρη αλλαγή στο τέλος του καλοκαιριού και… … Dictionary of Greek
προβοσκιδωτά — Τάξη θηλαστικών, η ονομασία των οποίων προέρχεται από το ότι είναι προικισμένα με προβοσκίδα. Τα π. εμφανίστηκαν κατά το ηώκαινο στην Αφρική και διαδόθηκαν κατά το τριτογενές και τεταρτογενές σε ολόκληρο τον κόσμο, εκτός από την Αυστραλία· μερικά … Dictionary of Greek
Каирис, Теофилос — Теофилос Каирис Теофилос Каирис (греч. Θεόφιλος Καΐρης, 19 октября … Википедия
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
γούνα — Δέρμα μαστοφόρου που το τρίχωμά του γίνεται αντικείμενο επεξεργασίας με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως ένδυμα καθώς και για φοδράρισμα ή στόλισμα ενδυμάτων. Η γ. είναι συνήθως πιο σκούρα στην πλάτη παρά στα πλευρά ή στην κοιλιά του ζώου. Συνήθως στις … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
κατσαρίδα — Κοινή ονομασία διαφόρων εντόμων της οικογένειας των βλαττιδών, της τάξης των δικτυοπτέρων. Οι κ. ποικίλλουν σε μέγεθος, έχουν πεπιεσμένο σώμα, μακριές και συχνά νηματόμορφες κεραίες, χαρακτηριστικό μασητικό στοματικό σύστημα, πόδια που τις… … Dictionary of Greek
μπεκάτσα — (scolopax rusticola). Πουλί της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των χαραδριόμορφων, με φτέρωμα καστανο κοκκινωπό και κιτρινωπές και γκρίζες εγκάρσιες λωρίδες. Η μ. φτάνει συνολικό μήκος 35 40 εκ. και τρέφεται με έντομα, σκουλήκια και… … Dictionary of Greek
νυχτοκόρακας — (nycticomx nycticorax). Πελαγόμορφο καλοβατικό πτηνό της οικογένειας των Ερωδιιδών που είναι ευρέως διαδεδομένο στη νοτιοκεντρική Ευρασία, στην Αφρική και στην Αμερική. Έχει πάρει την ονομασία ν. για την κραυγή του που μοιάζει με του κόρακα και… … Dictionary of Greek
πανίδα — Το σύνολο των διαφόρων ζωικών ειδών που ζουν σε μια καθορισμένη περιοχή σ’ ένα ορισμένο περιβάλλον· ο όρος αποκτά έτσι βιογεωγραφική και οικολογική σημασία. Η ποικιλία και ο πλούτος της π. εξαρτώνται από τον αριθμό των ζωικών ειδών που είναι… … Dictionary of Greek